πιθήκη

πιθήκη
πιθήκη
fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • πιθήκη — ἡ, Α είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια εξαιτίας τών οποίων ονομαζόταν και ψύλλα, ορειβάτης, υλοδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίθηκος, με αλλαγή γένους] …   Dictionary of Greek

  • πιθηκᾶν — πιθήκη fem gen pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πιθηκῶν — πιθήκη fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πίθηκος — ο, ΝΜΑ, και πίθηκας Ν, δωρ. τ. πίθακος Α γενική, σήμερα, ονομασία τών ανώτερων θηλαστικών, που, σύμφωνα με την σύγχρονη επιστημονική ταξινόμηση, μαζί με τους προπιθήκους και τον άνθρωπο αποτελούν την τάξη τών πρωτευόντων, και ζουν στην Ασία, στην …   Dictionary of Greek

  • ψύλλα — η, ΝΑ έντομο που προσβάλλει τα φυτά αρχ. 1. ο ψύλλος 2. είδος πιθήκου με λεπτά και μακριά πόδια, πιθήκη* 3. είδος δηλητηριώδους αράχνης, υπόδρομος*(ΙΙ). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ψύλλα (< ψύλ ja), ανάγεται σε οικογένεια λ., τής οποίας η αρχική μορφή τής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”